κουρδιστήρι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
και κουρντιστήρι, το κουρδίζω
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.