κουτσοκέφαλος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κουτσοκέφαλος, -η, -ο)
αποκεφαλισμένος, χωρίς κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξεροκέφαλος, στενοκέφαλος.