στενοκέφαλος

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης, μικρόνους
2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -κέφαλος (< κεφαλή)].