ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
-η, -ο, Ν1. άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης, μικρόνους2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -κέφαλος (< κεφαλή)].