κοψοχείλης
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτοχείλης, χοντροχείλης].