Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
P. and V. διπλοῦς (Plato), P. ἀπατηλός.
cunning: P. and V. ποικίλος (Plato), πανοῦργος, πυκνός (Plato), ἐπίτριπτος, V. παλιντριβής, μηχανορράφος, Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (once in Plato). Fem. adj., V. δολῶπις.