κούρσεμα

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούρσευμα) [[[κουρσεύω]] (Ι)]
επιδρομή κουρσάρων, πειρατεία, λεηλασία
μσν.
1. αρπαγή
2. λάφυρο.