κραμπολάχανο

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek Monolingual

το
το λάχανο, αλλ. μάπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο- + λάχανο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί].