κραμπόφυλλο

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

το
φύλλο κράμβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο- + φύλλο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί].