κρανιοσκοπία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
η
ανθρωπολ.
η μελέτη τών περιγραφικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου κρανίου με επισκόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioscopie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -scopie (< -σκοπία < -σκοπος < σκοπός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].