κρεατερός

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κρέας
αυτός που έχει πολύ κρέας, παχύσαρκος.