κρεατομηχανή

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

η
μηχανή που κόβει το κρέας σε κιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + μηχανή.