ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
κρεωνομία, ἡ (Α)βλ. κρεανομία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομία με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].