κρεωνομία

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source

Greek Monolingual

κρεωνομία, ἡ (Α)
βλ. κρεανομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομία με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].