κρεανομία
English (LSJ)
ἡ, distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
distribution des chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
German (Pape)
[εᾱ], ἡ, Verteilung des Fleisches der Opfertiere unter die Teilnehmer am Opferschmause, visceratio; Luc. Prom. 5; Ath. XII.532d, 534d.
Russian (Dvoretsky)
κρεᾱνομία: ἡ распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.
Greek Monolingual
κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.
Greek Monotonic
κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
Middle Liddell
κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.