κρινώνας

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

ο
τόπος κατάφυτος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, ελαιώνας)].