κροταλίας
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην ουρά τους κρόταλο, αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η ουρά πάλλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotalus < νεώτ. λατ. crotalus, άλλος τ. του λατ. crotalum < κρόταλον. Η λ. εμφανίζει το επίθημα -ίας, που χαρακτηρίζει, συχνά, ονομασίες ζώων (πρβλ. καρχαρίας, ξιφίας)].