ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
κρουναῖος, -αία, -ον (Α) κρουνόςαυτός που προέρχεται από κρήνη, ο πηγαίος («κρουναῖον ὕδωρ», Αριστοτ.).