κρυσταίνομαι

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταίνομαι Medium diacritics: κρυσταίνομαι Low diacritics: κρυσταίνομαι Capitals: ΚΡΥΣΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: krystaínomai Transliteration B: krystainomai Transliteration C: krystainomai Beta Code: krustai/nomai

English (LSJ)

Pass., to be congealed with cold, freeze, Nic.Al. 314.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταίνομαι: παθητ., πήγνυμαι ἐκ τοῦ ψύχους, παγώνω, Νικ. Ἀλ. 314.

Greek Monolingual

κρυσταίνομαι (Α)
παγώνω από το ψύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυσ-τ- του κρύσταλλος + κατάλ. -αίνω].