κρυφοδαγκάνω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και κρυφοδαγκώνω
1. (για σκύλο) δαγκώνω κρυφά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποιητικά γαβγίσματα
2. (μτφ., για πρόσ.) βλάπτω κάποιον ύπουλα ή τον θίγω με προσβλητικούς υπαινιγμούς.