κρότηση

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

η (Α κρότησις) κροτώ
χτύπημα, κρούση («σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρών», Πλάτ.)
αρχ.
σφυροκόπηση.