σφυροκόπηση
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
η, Ν
το σφυροκόπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].