κυάθιο
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
το (Α κυάθιον και κυάθειον) κύαθος
μικρό κύπελλο, φλιτζάνι, ποτηράκι («εἴρηκε καὶ κυάθιον δι' ἀργύρου, ᾧ τὸ μύρον ἐγχέομεν», Φερεκρ.)
νεοελλ.
βοτ. τύπος ταξιανθίας που απαντά στα είδη της οικογένειας ευφορβιίδες.