κυαμίτις

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

κυαμῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
(ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ' Ἐλευσῖνα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. καλαμῖτις, σησαμῖτις)].