κυνοπόταμος

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπότᾰμος: ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158.

Greek Monolingual

κυνοπόταμος, ὁ (Μ)
ο κάστορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ποταμός.

German (Pape)

ὁ, ein Tier, Sp.