κωλυσιδρομία
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
η
δρόμος μετ' εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. παγοδρομία, σκυταλοδρομία. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.