κόλλυβον

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

German (Pape)

[Seite 1473] τό, = κόλλυβος, Poll. 9, 72; τὰ κόλλυβα auch eine Art Kuchen oder Naschwerk, vgl. Ar. Plut. 768 u. κόλλαβος.

Russian (Dvoretsky)

κόλλῠβον: τό (только pl.) предполож. пирожок Arph.