κόνταξ

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

German (Pape)

[Seite 1482] ακος, ὁ, = κόνδαξ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόνταξ: -ᾱκος, ὁ, = κοντός, Βυζ.· ― ὑποκορ. κοντάκιον, τό, αὐτόθι. ― Ἐκκλ. = τόμος, κύλινδρος ἐπισήμου ἐγγράφου, Τυπικ. 24 ― κοντ. τῆς χειροτονίας Κουροπ. 52. 2) ἐν τῇ ἱεροτελεστίᾳ, σύντομος ὕμνος περιέχων τὰ τῆς ἑορτῆς ἐν συνόψει· τὰ πλεῖστα τῶν κοντακίων ἀποδίδονται εἰς τὸν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀναστασίου ἀκμάσαντα Ἅγιον Ρωμανόν, Συναξαριστ. Ὀκτωβρ. 1, Κουροπαλ., 57, 15, πρβλ. προλεγ. Κοραῆ ἐν Ἱερατικῷ Συνεκδήμῳ.

Greek Monolingual

κόνταξ, -ακος, ὁ (Μ)
1. κοντός, κοντάρι
2. κόνδαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + κατάλ. -αξ (πρβλ. πίδαξ, σκύλαξ)].