κόριζα

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η (Μ κόριζα)
ο κοριός
νεοελλ.
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας corixidae, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 300 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρις, -ιδος, αντί του κανονικού μεταπλασμένου τ. κόριδα].