κόριζα

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

η (Μ κόριζα)
ο κοριός
νεοελλ.
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας corixidae, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 300 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρις, -ιδος, αντί του κανονικού μεταπλασμένου τ. κόριδα].