κόττα
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
German (Pape)
[Seite 1493] ἡ, der Kopf, nur im compos. πρόκοττα, s. κοτίς.)
Greek (Liddell-Scott)
κόττα: κόττη, ἴδε ἐν λέξ. κοττίς.
Greek Monolingual
(I)
η
βλ. κότα.
(II)
κόττα, ἡ (Μ)
επενδύτης, χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotta].