λάκκωμα

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

το (Μ λάκκωμα) λακκώ
λάκκος, βαθούλωμα
νεοελλ.
ευρεία κοιλότητα του εδάφους, μικρή κοιλάδα.