ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
τολαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. λάμπω, που δηλώνει αφηρημένη έννοια (πρβλ. λανθάνω: λάθος, σκοτίζω: σκότος)].