λάστιχο

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

το
1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση
2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό
3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι
4. ταινία υφάσματος συνυφασμένη με νήματα ελαστικού κόμμεος
5. γομμολάστιχα, σβηστήρι
6. φρ. «μέ έπιασε λάστιχο» ή «έμεινα από λάστιχο»
α) ακινητοποιήθηκα από βλάβη τών ελαστικών του αυτοκινήτου μου
β) μτφ. είμαι ακινητοποιημένος για λόγους που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. elastico < λατ. elasticus < ελασ-τός < ελαύνω].