Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέμφωμα

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

το
ιατρ. κάθε μη φυσιολογική διόγκωση λεμφικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphoma < lymph(o)- (βλ. λεμφο-) + κατάλ. -oma].