λέπρη

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. λέπρα.

Russian (Dvoretsky)

λέπρη: ἡ ион. = λέπρα.