λίβρα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»].
(II)
λίβρα, ἡ (Μ)
είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre, παλαιά γαλλ. νομισματική μονάδα].