λαβροειδής

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

λαβροειδής, -ές (Μ) Λάβρος
(για άνεμο) πυρωμένος και ορμητικός.
επίρρ...
λαβροειδῶς (Μ)
με ορμή και λάβρα.