λαβροειδής

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

λαβροειδής, -ές (Μ) Λάβρος
(για άνεμο) πυρωμένος και ορμητικός.
επίρρ...
λαβροειδῶς (Μ)
με ορμή και λάβρα.