λάβρα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, = λαύρα, Man. 3, 52, schlechtere Schreibart.
Greek (Liddell-Scott)
λάβρα: ἡ, ἀδόκιμος τύπος τοῦ λαύρα.
Greek Monolingual
η
1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα
2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη
3. φρ. «φωτιά και λάβρα»
α) αφόρητη ζέστη
β) μεγάλη στενοχώρια, καημός
γ) μεγάλη ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα πικρός > πίκρα, αλμυρός > αλμύρα].