λαγουδέρα

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

Greek Monolingual

η
1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια της οποίας στρέφεται το πηδάλιο μιας βάρκας ή ενός άλλου μικρού σκάφους, αλλ. δοιάκι
2. ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι τών λαγών, αλλ. λαγούσα και λαγωβόλο.