λαμιναριώδη

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη φυκών που ανήκει στην κλάση φαιοφύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminariales < laminaria (< λατ. lamina + κατάλ. -aria) + κατάλ. -ales].