λαμπρόκλωστος

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Greek Monolingual

λαμπρόκλωστος, -ον (Μ)
αυτός που έχει εξαίρετα υλικά ύφανσης.