λασιτός

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιτός Medium diacritics: λασιτός Low diacritics: λασιτός Capitals: ΛΑΣΙΤΟΣ
Transliteration A: lasitós Transliteration B: lasitos Transliteration C: lasitos Beta Code: lasito/s

English (LSJ)

κίναιδος, ἢ λεσιτός· πόρνη, Hsch. (cf. λαίσιτος).

Greek (Liddell-Scott)

λασιτός: «κίναιδος· πόρνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λασιτός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, ἢ λεσιτός
πόρνη».