λασιτός

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιτός Medium diacritics: λασιτός Low diacritics: λασιτός Capitals: ΛΑΣΙΤΟΣ
Transliteration A: lasitós Transliteration B: lasitos Transliteration C: lasitos Beta Code: lasito/s

English (LSJ)

κίναιδος, ἢ λεσιτός· πόρνη, Hsch. (cf. λαίσιτος).

Greek (Liddell-Scott)

λασιτός: «κίναιδος· πόρνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λασιτός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος, ἢ λεσιτός
πόρνη».