λειάνισμα
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek Monolingual
το λειανίζω
1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός
2. σφαγιασμός.
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
το λειανίζω
1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός
2. σφαγιασμός.