λειάνισμα

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source

Greek Monolingual

το λειανίζω
1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός
2. σφαγιασμός.