ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
λειανός1. κάνω κάτι λεπτό2. γίνομαι λεπτός, λιγνός.