λειοκυμαίνω

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

λειοκυμαίνω (Μ)
(για τη θάλασσα) είμαι σχεδόν γαλήνια, κυμαίνομαι πολύ ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κυμαίνω (< κῦμα)].