λειφαιμέω
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
λείφαιμος, v. λιφ-; cf. λειπανδρία. λείφητρα· λείψανα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 27] u. λείφαιμος, s. λιφ.
Greek (Liddell-Scott)
λειφαιμέω: λείφαιμος, ἴδε ἐν λέξ. λιφ-· καὶ πρβλ. λειπανδρέω.