λειόμερος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ταχυδιάνοιος, Hsch. (post λεῖον, fort. λειόπορος).
Greek Monolingual
λειόμερος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταχυδιάνοιος».